ισονομούμαι

ισονομούμαι
ἰσονομοῡμαι, -έομαι (Α) [ισόνομος]
ζω σε ελεύθερη πολιτεία και έχω ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἀλλὰ δὴ μὴ μετὰ πολλῶν ἰσονομεῑσθαι», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”